Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Οδυσσέας Ελύτης













"Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ, με τι Σίδερο, με τι Πέτρες, τι Αίμα, τι Φωτιά, Χτίζουμε, Ονειρευόμαστε και Τραγουδούμε"!



" Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση,

Ώστε τώρα να μπορώ   σε μεγάλο βάθος πίσω   τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο,

Να κοιτάζω    Και μπροστά πάλι το ίδιο

Το βαθύ σκούρο μπουκάλι   και η νέα στο μπράτσο Ελένη   με το πλάι επάνω στον ασβέστη

Να γεμίζει κρασί της Παναγίας   το μισό σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή

Και το κέντημα όλο   μετατοπισμένο μες στον ουρανό   με τα διχαλωτά πουλιά   τα κιτρινάκια   και τους ήλιους.

 (από το "Φωτόδεντρο & Η 14η Ομορφιά").



Ο Ήλιος

Ε σεις στεριές και θάλασσες
        τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου
        μέσα στα μεσημέρια μου

"Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
        μόνον ετούτον αγαπώ 
!"

Από τη μέση του εγκρεμού
       στη μέση του άλλου πέλαγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
       νερά πράσινα κι άπατα

"Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
        μόνον ετούτον αγαπώ 
!"

Με τα μικρά χαμίνια του
       καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
       που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς
       και με τα κουκουρίκου τους!
...

(από τον  "Ήλιο Τον Ηλιάτορα")



"Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
'Ακου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Ειμ' εγώ που φωνάζω κι ειμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς".
...
                                   (από το "Μονόγραμμα")



Η Μαρίνα Των Βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας  μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
...
                                         (από τους "Προσανατολισμούς")

Κ.Π. Καβάφης












Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής.


Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή:
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».


Το πρώτο σκαλί

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' ανεβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

(από τα ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)